- ακκίζομαι
- -ίστηκα, καμαρώνω, καμώνομαι, κάνω νάζια: Δεν την έκανε πια παρέα, γιατί είδε πως της άρεσε να ακκίζεται και να φλυαρεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκκίζομαι — affect indifference pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… … Dictionary of Greek
ἀκκιζομένων — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem gen pl ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζόμενον — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc acc sg ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκίζῃ — ἀκκίζομαι affect indifference pres subj mp 2nd sg ἀκκίζομαι affect indifference pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκίσεται — ἀκκίζομαι affect indifference aor subj mp 3rd sg (epic) ἀκκίζομαι affect indifference fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένη — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένην — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζομένου — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκκιζόμενοι — ἀκκίζομαι affect indifference pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)